- παρανομιῶν
- παρανομίαtransgression of lawfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όργια — τα 1. στους αρχαίους, μυστική λατρεία από τους μυημένους μόνο: Όργια Διονύσου, Κυβέλης. 2. σαρκικές ακολασίες. 3. πράξεις ανήθικες: Όργιο παρανομιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)